- εμπιστευτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που βασίζεται στην εμπιστοσύνη, την καλή πίστη, εχέμυθος, μυστικός: Εμπιστευτική θέση. – Εμπιστευτική αποστολή.2. που λέγεται ή γίνεται με απόλυτη μυστικότητα και εχεμύθεια: Εμπιστευτικές ανακοινώσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.